ανεξοικείωτός

ανεξοικείωτός
alışmamış, alıştırılmamış

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανεξοικείωτος, -η — ο αυτός που δεν εξοικειώθηκε ή δεν μπορεί να εξοικειωθεί, να συνηθίσει με κάτι: Είναι ανεξοικείωτος ακόμη με το καινούριο περιβάλλον του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεξοικείωτος — η, ο εκείνος που δεν έχει εξοικειωθεί, δεν έχει συνηθίσει σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εξοικειώ, ώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Αθανάσιο Ευταξία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”